χρυσοτόκος

χρυσοτόκος
-ο / χρυσοτόκος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που γεννάει χρυσά αβγά («χρυσοτόκος ὄρνις», Αίσωπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. ταχυ-τόκος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χρυσοτόκος — laying golden eggs masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερωτοτόκος — ἐρωτοτόκος, ον (AM) αυτός που γεννά τον έρωτα («ἐρωτοτόκον πρόσωπον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + τόκος < τίκτω (πρβλ. αρρενοτόκος, ιπποτόκος, χρυσοτόκος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”